- κοσμ(ο)-
- (ΑM κοσμ[ο]-)α' συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος):2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος)3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ. κοσμοδρόμιο, κοσμοναύτης). Με τη σημ. αυτή χρησιμοποιείται ευρύτερα στη διεθνή επιστημον. ορολογίαπρβλ. cosmography, cosmonaut4. τον στολισμό, τον διάκοσμο (μόνο στις αρχ.-μσν. λέξεις)πρβλ. κοσμοκόμης, κοσμοποίησις, κοσμοφόρος.Λέξεις με α' συνθετικό κοσμ(ο)-: κοσμογόνος, κοσμογράφος, κοσμοειδής, κοσμοκράτωρ, κοσμολάλητος, κοσμολογία, κοσμοπλάστης, κοσμοπόθητος, κοσμοπολίτης, κοσμοσώστης, κοσμοσωτήριοςαρχ.κοσμάρχης, κοσμόβιος, κοσμοδιοικητικός, κοσμοδόχος, κοσμοθέτης, κοσμοκόμης, κοσμολατρεία, κοσμολάτρης, κοσμομανής, κοσμοπλάνος, κοσμοπληθής, κοσμοπλόκος, κοσμοποίησις, κοσμόπολις, κοσμοπρεπής, κοσμοπροσκύνητος, κοσμοτέχνης, κοσμοφυσώαρχ.-μσν.κοσμαγός, κοσμοαναγυρεύω, κοσμογένεια, κοσμολέτης, κοσμοποιός, κοσμοτόκος, κοσμοτρόφος, κοσμουργός, κοσμοφθόρος, κοσμοφόρος, κοσμόφρωνμσν.κοσμαγωγός, κοσμεργάτης, κοσμοβόρος, κοσμογέννησις, κοσμοδεσπότης, κοσμοθεάμων, κοσμοκατάρατος, κοσμοκίνητος, κοσμοκρατώ, κοσμοκτίστωρ, κοσμοκτόνος, κοσμολάμπης, κοσμόλεθρος, κοσμομήτωρ, κοσμοπαθής, κοσμοπαινεμένος, κοσμοπαραμυθία, κοσμοπάτωρ, κοσμοπεριπατώ, κοσμορύστης, κοσμοσύστατος, κοσμόσωστος, κοσμοτερπής, κοσμοφάγος, κοσμοφανής, κοσμόφθογγος, κοσμοφιλής, κοσμοφλεγής, κοσμοφόρησις κοσμοφύλαξ, κοσμοχαρμόσυνος, κοσμοχώρητος, κοσμοψηλαφώ, κοσμωφελήςμσν.- νεοελλ.κοσμογυρεύω, κοσμοθρήνητος, κοσμοκράτης, κοσμοκρατορία, κοσμοσέβαστος, κοσμοσώτειρανεοελλ.κοσμαγάπητος, κοσμοβοή, κοσμοβριθής, κοσμογνωσία, κοσμογυρισμένος, κοσμογυριστής, κοσμοδικία, κοσμοδρόμιο, κοσμοείδωλο, κοσμοθεΐα κοσμοθεϊσμός, κοσμοθεωρητικός, κοσμοθεωρία, κοσμοϊστορικός, κοσμοκαλόγερος, κοσμολόγητος, κοσμολόγος, κοσμοναύτης, κοσμοναυτική, κοσμονομία, κοσμοξακουσμένος, κοσμοξάκουστος, κοσμοπαθολογία, κοσμοπλημμύρα, κοσμόπολη, κοσμοπολιτεία, κοσμοσκάφος, κοσμόσοφος, κοσμοσυρροή, κοσμοσύχναστος, κοσμοταξιδεμένος, κοσμοχαλασιά, κοσμοχαλασμός, κοσμοχημεία, κοσμοψυχή.
Dictionary of Greek. 2013.